- ξαναμοίρασμα
- τό1) повторное распределение, перераспределение; 2) карт, пересдача
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναδασμός — ο το ξαναμοίρασμα γης: Ο αναδασμός θα βοηθούσε στην εντατικότερη καλλιέργεια των χωραφιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)